- σπυρωτός
- [спиротос] εκ. зернистый.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σπυρωτός — ή, ό, Ν [σπυρί] αυτός που αποτελείται από χωριστούς κόκκους, από σπυριά ξεχωριστά, όχι κολλημένα («σπυρωτό πιλάφι») … Dictionary of Greek
σπυρωτός — ή, ό αυτός που αποτελείται από κόκκους: Του αρέσει το σπυρωτό πιλάφι κι όχι το λαπαδιασμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκκωτός — ή, ό (AM κοκκωτός, ή, όν) [κόκκος] νεοελλ. μσν. αυτός που αποτελείται από κόκκους, σπυρωτός, κοκκώδης μσν. κατάστικτος, πιτσιλωτός αρχ. 1. αυτός που έχει σχήμα κόκκου 2. το ουδ. ως ουσ. τό κοκκωτόν ο καρπός τής ροδιάς, το ρόδι … Dictionary of Greek
κοκκώδης — ες 1. αυτός που αποτελείται από κόκκους ή τού οποίου η υφή ή η σύσταση μοιάζει με άθροισμα κόκκων, κοκκωτός, σπυρωτός 2. αυτός που περιέχει κοκκία («κοκκώδη κύτταρα» τα κοκκιοκύτταρα) 3. φρ. ανατ. «κοκκώδης στιβάδα» α) στρώμα αποπλατυσμένων… … Dictionary of Greek